- δεντρογαλιά
- ηείδος φιδιού που σκαρφαλώνει στα δέντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεντρογαλιά — και δενδρογαλή, η 1. ονομασία διαφόρων ανιοβόλων φιδιών 2. δενδρογαλή μικρό εντομοφάγο Θηλαστικό τής ινδομαλαισιανής περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρογαλή < δένδρον + γαλή «γάτα»] … Dictionary of Greek
δενδρογαλή — η βλ. δεντρογαλιά … Dictionary of Greek
δεντροφίδα — η η δεντρογαλιά … Dictionary of Greek
ζαμενής — ο (Α ζαμενής, ές, ποιητ. επίθ.) 1. πολύ ανδρείος, πολύ δυνατός, ορμητικότατος 2. βίαιος, δυσμενής («ζαμενής λόγος», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ζαμενές με ανδρεία, δυνατά νεοελλ. ζωολ. ζαμενής ως ουσ. το φίδι δεντρογαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * +… … Dictionary of Greek
κολουβρίδες — (colubridae). Οικογένεια φιδιών της τάξης των φολιδωτών, η οποία περιλαμβάνει δηλητηριώδεις και μη αντιπροσώπους. Οι κ., οι διαστάσεις των οποίων ποικίλλουν από μερικές δεκάδες εκατοστά έως 3 μ. ή και περισσότερο, δεν είναι θραυστήρες ή… … Dictionary of Greek